Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρέμπτομαι < θέμα χρεμ κοινό με το χρέμψ και χρεμετίζω και χρέμης

  Ρήμα επεξεργασία

χρέμπτομαι (μέλλοντας: χρέψομαι αόρ. ἐχρεμψάμην)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

«συναχραψάμενος την ψυχήν μετά του φλέγματος» Λουκιανός Υπέρ του εν τη προσαγορεύσει πταίσματος

  Πηγές επεξεργασία