χρεμέτισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρεμέτισμα < ελληνιστική κοινή χρεμέτισμα < αρχαία ελληνική χρεμετισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρεμέτισμα ουδέτερο
- (λόγιο) το χλιμίντρισμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρεμέτισμα
→ δείτε τη λέξη χλιμίντρισμα |