ελιξίριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ελιξίριο | τα | ελιξίρια |
γενική | του | ελιξίριου | των | ελιξίριων |
αιτιατική | το | ελιξίριο | τα | ελιξίρια |
κλητική | ελιξίριο | ελιξίρια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελιξίριο < (άμεσο δάνειο) γαλλική élixir < μεσαιωνική λατινική elixir < αραβική اَلْإِكْسِير (al-ʾiksīr) < إكسير (ʾiksīr) < ελληνιστική κοινή ξηρίον (αντιδάνειο) [1] < αρχαία ελληνική ξηρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kseros
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελιξίριο ουδέτερο
- φάρμακο το οποίο υποτίθεται ότι θεραπεύει όλες τις ασθένειες
- (φαρμακευτική) είδος φαρμακευτικού παρασκευάσματος το οποίο είναι διάλυμα φαρμακευτικών ουσιών σε οινόπνευμα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ελιξίριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας