ελιξήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ελιξήριο | τα | ελιξήρια |
γενική | του | ελιξήριου | των | ελιξήριων |
αιτιατική | το | ελιξήριο | τα | ελιξήρια |
κλητική | ελιξήριο | ελιξήρια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελιξήριο < → δείτε τη λέξη ελιξίριο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελιξήριο ουδέτερο