Ετυμολογία

επεξεργασία
βροτωφελής < βροτός + ὠφελέω

  Επίθετο

επεξεργασία

ὁ, ἡ βροτωφελής,ές

  • που είναι ωφέλιμος για τους βροτούς, τους θνητούς, τους ανθρώπους