ὠφελέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ὠφελῶ | ὠφελοῦμαι |
Παρατατικός | ὠφέλουν | ὠφελούμην |
Μέλλοντας | ὠφελήσω | ὠφελήσομαι / ὠφεληθήσομαι |
Αόριστος | ὠφέλησα | ὠφελήθην |
Παρακείμενος | ὠφέληκα | ὠφέλημαι |
Υπερσυντέλικος | ὠφελήκειν | ὠφελήμην |
Συντελ.Μέλλ. | - | ὠφελημένος ἔσομαι |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὠφελέω < ὄφελος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *obʰelos < *h₃bʰel-
Ρήμα
επεξεργασίαὠφελέω (παθητική φωνή: ὠφελοῦμαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ὠφέλεια και ὠφελία
- ὠφέλημα
- ὠφελήσιμος,ος,ον (ωφέλιμος, από τον οποίο μπορεί κάποιος να ωφεληθεί)
- ὠφέλησις
- ὠφελητέος
- ὠφέλιμος
Πηγές
επεξεργασία- ὠφελέω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ὠφελέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὠφελέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.