Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὠφέλιμος τὸ ὠφέλιμον οἱ, αἱ ὠφέλιμοι τὰ ὠφέλιμα
Γενική τοῦ, τῆς ὠφελίμου τοῦ ὠφελίμου τῶν ὠφελίμων τῶν ὠφελίμων
Δοτική τῷ, τῇ ὠφελίμῳ τῷ ὠφελίμῳ τοῖς, ταῖς ὠφελίμοις τοῖς ὠφελίμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὠφέλιμον τὸ ὠφέλιμον τοὺς, τὰς ὠφελίμους τὰ ὠφέλιμα
Κλητική ὠφέλιμε ὠφέλιμον ὠφέλιμοι ὠφέλιμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὠφελίμω
Γενική-Δοτική ὠφελίμοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠφέλιμος < ὠφελέω

  Επίθετο επεξεργασία

ὠφέλιμος,ος,ον και σπανίως -ος,-η,-ον

  1. αυτός που φέρνει βοήθεια
  2. ο ωφέλιμος, ο χρήσιμος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία