ὠφέλιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὠφέλιμος | τὸ ὠφέλιμον | οἱ, αἱ ὠφέλιμοι | τὰ ὠφέλιμα |
Γενική | τοῦ, τῆς ὠφελίμου | τοῦ ὠφελίμου | τῶν ὠφελίμων | τῶν ὠφελίμων |
Δοτική | τῷ, τῇ ὠφελίμῳ | τῷ ὠφελίμῳ | τοῖς, ταῖς ὠφελίμοις | τοῖς ὠφελίμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὠφέλιμον | τὸ ὠφέλιμον | τοὺς, τὰς ὠφελίμους | τὰ ὠφέλιμα |
Κλητική | ὠφέλιμε | ὠφέλιμον | ὠφέλιμοι | ὠφέλιμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὠφελίμω | |||
Γενική-Δοτική | ὠφελίμοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὠφέλιμος < ὠφελέω
Επίθετο
επεξεργασίαὠφέλιμος,ος,ον και σπανίως -ος,-η,-ον
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ὠφελέω
Πηγές
επεξεργασία- ὠφέλιμος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ὠφέλιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὠφέλιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.