Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὠφελήσιμος τὸ ὠφελήσιμον οἱ, αἱ ὠφελήσιμοι τὰ ὠφελήσιμα
Γενική τοῦ, τῆς ὠφελησίμου τοῦ ὠφελησίμου τῶν ὠφελησίμων τῶν ὠφελησίμων
Δοτική τῷ, τῇ ὠφελησίμῳ τῷ ὠφελησίμῳ τοῖς, ταῖς ὠφελησίμοις τοῖς ὠφελησίμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὠφελήσιμον τὸ ὠφελήσιμον τοὺς, τὰς ὠφελησίμους τὰ ὠφελήσιμα
Κλητική ὠφελήσιμε ὠφελήσιμον ὠφελήσιμοι ὠφελήσιμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὠφελησίμω
Γενική-Δοτική ὠφελησίμοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠφελήσιμος < ὠφελέω

  Επίθετο

επεξεργασία

ὠφελήσιμος,ος,ον

  • αυτός από τον οποίο μπορεί κανείς να ζητήσει βοήθεια, να ωφεληθεί