Δείτε επίσης: ὀφελός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὄφελος < ὀφέλλω ("αυξάνω, ενισχύω")

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὄφελος ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό) (μόνο στην ονομαστική και αιτιατική ενικού)

  Αναφορές επεξεργασία