ὠφέλησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὠφέλησῐς | αἱ | ὠφελήσεις |
γενική | τῆς | ὠφελήσεως | τῶν | ὠφελήσεων |
δοτική | τῇ | ὠφελήσει | ταῖς | ὠφελήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ὠφέλησῐν | τὰς | ὠφελήσεις |
κλητική ὦ! | ὠφέλησῐ | ὠφελήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠφελήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὠφελησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὠφέλησις < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὠφέλησις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὠφέλησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὠφέλησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.