Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βροτοσκόπος < βροτός + σκοπέω

  Επίθετο επεξεργασία

ὁ, ἡ βροτοσκόπος,ον