Δείτε επίσης: μόρτη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μορτή οι μορτές
      γενική της μορτής των μορτών
    αιτιατική τη μορτή τις μορτές
     κλητική μορτή μορτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μορτή < αρχαία ελληνική μορτή < μείρομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μορτή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία