Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεώμορο τα γεώμορα
      γενική του γεωμόρου
γεώμορου
των γεωμόρων
    αιτιατική το γεώμορο τα γεώμορα
     κλητική γεώμορο γεώμορα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεώμορο < μεσαιωνική ελληνική γεώμορον, ουσιαστικοποιημένο επίθετο από την (ελληνιστική κοινήγεωμόρος (επίθετο: που οργώνει τη γη) < αρχαία ελληνική γεωμόρος (ουσιαστικό: που έχει μερίδιο γης) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝeˈo.mo.ɾo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεώμορο ουδέτερο

  • η ποσότητα, το μερτικό που δίνει ο καλλιεργητής της γης στον ιδιοκτήτη της
    *:  συνώνυμα: μορτή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία