επίμορτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επίμορτος (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίμορτος < ἐπί + μορτή + -ος < μείρομαι (παίρνω το μερίδιο που μου ανήκει) από όπου και μοίρα κατά ετεροίωση.
Επίθετο
επεξεργασίαεπίμορτος, -η, -ο
- που καλλιεργείται με τη συμφωνία να καρπώνεται ο καλλιεργητής μέρος της σοδειάς
- ⮡ επίμορτο χωράφι
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαεπίμορτοι καλλιεργητές:
και
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίμορτος
|
Πηγές
επεξεργασία- επίμορτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας