Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολίγος οι κολίγοι
      γενική του κολίγου των κολίγων
    αιτιατική τον κολίγο τους κολίγους
     κλητική κολίγε κολίγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολίγος < κολίγας με μεταπλασμό (πιθανόν λογιότερο) σε -ος.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koˈli.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λί‐γος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολίγος αρσενικό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία