καλλιεργητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.li.eɾ.ʝiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐λι‐ερ‐γη‐τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλλιεργητής αρσενικό (θηλυκό καλλιεργήτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που καλλιεργεί (επαγγελματικά) μια έκταση γης
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καλλιεργώ
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -καλλιεργητής στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλλιεργητής
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καλλιεργητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας