καλλιεργήτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλλιεργήτρια < καλλιεργητής + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλλιεργήτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του καλλιεργητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλλιεργήτρια
καλλιεργήτρια θηλυκό