↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσιακάρης οι μεσιακάρηδες
      γενική του μεσιακάρη των μεσιακάρηδων
    αιτιατική τον μεσιακάρη τους μεσιακάρηδες
     κλητική μεσιακάρη μεσιακάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσιακάρης < μεσιακ(ός) + -άρης < μισιακός, μισακός, μεσ- παρετυμολογικά προς το μέση < → δείτε τη λέξη μισός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.sçaˈka.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σια‐κά‐ρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεσιακάρης αρσενικό

  • (δημοτική) άλλη μορφή του μισακάρης
    ⮡  Οι πρώτοι κάτοικοι του Κολοκουρίου ήταν ντόπιοι μεσιακάρηδες που δούλευαν τα κτήματα του Πασά. («Το Δημοτικό Σχολείο του Σβορώνου», sch.gr, 2010)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μισός

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία