πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσακάρης οι μεσακάρηδες
      γενική του μεσακάρη των μεσακάρηδων
    αιτιατική τον μεσακάρη τους μεσακάρηδες
     κλητική μεσακάρη μεσακάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσακάρης < μεσιακάρης με αποβολή ημιφώνου(-sça-) ανάμεσα σε [s] και φωνήεν  δείτε τη λέξη μιακάρης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεσακάρης αρσενικό (θηλυκό μεσακάρισσα)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία