μεσακάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσακάρης < μεσιακάρης με αποβολή ημιφώνου(-sça-) ανάμεσα σε [s] και φωνήεν → δείτε τη λέξη μιακάρης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.saˈka.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σα‐κά‐ρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσακάρης αρσενικό (θηλυκό μεσακάρισσα)
- (δημοτική) άλλη μορφή του μεσιακάρης → δείτε τη λέξη μισακάρης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μισός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσακάρης
|
Πηγές
επεξεργασία- «μεσακάρης» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .