Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσιακός η μεσιακή το μεσιακό
      γενική του μεσιακού της μεσιακής του μεσιακού
    αιτιατική τον μεσιακό τη μεσιακή το μεσιακό
     κλητική μεσιακέ μεσιακή μεσιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσιακοί οι μεσιακές τα μεσιακά
      γενική των μεσιακών των μεσιακών των μεσιακών
    αιτιατική τους μεσιακούς τις μεσιακές τα μεσιακά
     κλητική μεσιακοί μεσιακές μεσιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσιακός < μισιακός, παρετυμολογικά προς το μέση < μισ(ός) + -ιακός[1]
Διφορετική η μεσαιωνική ελληνική μεσιακός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.sçaˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σια‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

μεσιακός, -ή, -ό

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μισός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσιακός < μέσ(η) + -ιακός

  Επίθετο επεξεργασία

μεσιακός, -ή, -όν

  1. (τοπικά) μεσαίος
  2. (χρονικά) ενδιάμεσος, ούτε νέος, ούτε παλιός

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία