σοδειά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σοδειά | οι | σοδειές |
γενική | της | σοδειάς | των | σοδειών |
αιτιατική | τη | σοδειά | τις | σοδειές |
κλητική | σοδειά | σοδειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σοδειά < μεσαιωνική ελληνική σοδεία < ἐσοδεία < (ελληνιστική κοινή) εἰσοδιάζω < αρχαία ελληνική εἴσοδος < εἰς + ὁδός
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασοδειά θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σοδειά
|