Ετυμολογία

επεξεργασία
récolte < ιταλική ricolta

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁe.kɔlt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
récolte récoltes

récolte (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία