Ετυμολογία

επεξεργασία
récolte < ιταλική ricolta

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
récolte récoltes

récolte (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία