ενικός         πληθυντικός  
arrachage arrachages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arrachage (fr) αρσενικό

  1. ξερίζωμα (ενός φυτού
  2. εξαγωγή (ενός δοντιού

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη arracher