Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εἰσοδιάζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
εἰσοδιάζω
<
αρχαία ελληνική
εἴσοδος
<
εἰς
+
ὁδός
Ρήμα
επεξεργασία
εἰσοδιάζω
((
ελληνιστική κοινή
))
μαζεύω
χρήματα