Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
harvest harvests

harvest (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σοδειά, η εποχή του χρόνου που συγκεντρώνονται οι καλλιέργειες σε ένα αγρόκτημα, η πράξη της κοπής και της συλλογής των καλλιεργειών
    ⮡  the harvest season - η εποχή της σοδειάς
  2. (μετρήσιμο) η σοδειά, οι καλλιέργειες, ή την ποσότητα των καλλιεργειών, που έκοψα και συγκέντρωσα
    ⮡  I gather the harvest.
    Μαζεύω τη σοδειά.
    ⮡  We had a good harvest for beans/olives this year.
    Είχαμε καλή σοδειά φασόλια/ελιές φέτος.
    ⮡  bumper harvest - πλούσια σοδειά
     συνώνυμα:  crop και yield
ενεστώτας harvest
γ΄ ενικό ενεστώτα harvests
αόριστος harvested
παθητική μετοχή harvested
ενεργητική μετοχή harvesting

harvest (en)