συγκομιδή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκομιδή < αρχαία ελληνική συγκομιδή < συν- + κομίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋ.ɡo.miˈði/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκομιδή θηλυκό
- η συλλογή των γεωργικών προϊόντων και η συγκέντρωσή τους σε ένα χώρο, προκειμένου να πωληθούν ή να καταναλωθούν
- ≈ συνώνυμα: σοδειά
- (συνεκδοχικά) η συνολική ποσότητα των παραπάνω γεωργικών προϊόντων
- ≈ συνώνυμα: σοδειά
- (μεταφορικά) η συγκέντρωση στοιχείων, αντικειμένων, πληροφοριών κ.λπ. για τη δημιουργία ενός αρχείου, μιας συλλογής, ενός αποθέματος, μιας έκθεσης κ.λπ.
Σύνθετα
επεξεργασία- (πληροφορική) ιστοσυγκομιδή
- (γεωργία) ελαιοσυγκομιδή