Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκομιδή οι συγκομιδές
      γενική της συγκομιδής των συγκομιδών
    αιτιατική τη συγκομιδή τις συγκομιδές
     κλητική συγκομιδή συγκομιδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκομιδή < αρχαία ελληνική συγκομιδή < συν- + κομίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siŋ.ɡo.miˈði/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγκομιδή θηλυκό

  1. η συλλογή των γεωργικών προϊόντων και η συγκέντρωσή τους σε ένα χώρο, προκειμένου να πωληθούν ή να καταναλωθούν
     συνώνυμα: σοδειά
  2. (μεταφορικά) η συγκέντρωση στοιχείων, αντικειμένων, πληροφοριών κ.λπ. για τη δημιουργία ενός αρχείου, μιας συλλογής, ενός αποθέματος, μιας έκθεσης κ.λπ.

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία