σόδιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σόδιασμα < σοδιάζω + -μα < μεσαιωνική ελληνική σοδιάζω < ἐσοδιάζω < (ελληνιστική κοινή) εἰσοδιάζω < αρχαία ελληνική εἴσοδος < εἰς + ὁδός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈso.ðʝa.zma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
σόδιασμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σοδιάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σόδιασμα
|