Δείτε επίσης: μόρος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μόρος: → δείτε τη λέξη μόρος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μόρος, -ου αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ο γιος της Νυκτός
  2. ανδρικό όνομα