μόρον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μόρον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μόρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμόρον ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του μούρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μόρον
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μόρον | τὰ | μόρᾰ |
γενική | τοῦ | μόρου | τῶν | μόρων |
δοτική | τῷ | μόρῳ | τοῖς | μόροις |
αιτιατική | τὸ | μόρον | τὰ | μόρᾰ |
κλητική ὦ! | μόρον | μόρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μόρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μόροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μόρον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμόρον, -ου ουδέτερο
- (φρούτο) μούρο, βατόμουρο
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 36 , 51c-51d, @scaife.perseus, @el.wikisource
- μόρα δὲ τὰ συκάμινα καὶ παρ’ Αἰσχύλῳ ἐν Φρυξὶν ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος·
ἀνὴρ δ’ ἐκεῖνος ἦν πεπαίτερος μόρων.
ἐν δὲ Κρήσσαις καὶ κατὰ τῆς βάτου·
λευκοῖς τε γὰρ μόροισι καὶ μελαγχίμοις
καὶ μιλτοπρέπτοις βρίθεται ταὐτοῦ χρόνου.
Σοφοκλῆς·
πρῶτον μὲν ὄψει λευκὸν ἀνθοῦντα στάχυν,
ἔπειτα φοινίξαντα γογγύλον μόρον.- ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει δύο αποσπάσματα του Αισχύλου και ένα απόσπασμα του Σοφοκλή.
- μόρα δὲ τὰ συκάμινα καὶ παρ’ Αἰσχύλῳ ἐν Φρυξὶν ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος·
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 36 , 51c-51d, @scaife.perseus, @el.wikisource
Πηγές
επεξεργασία- μόρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.