Ετυμολογία

επεξεργασία
μόρον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μόρον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μόρον ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μόρον τὰ μόρ
      γενική τοῦ μόρου τῶν μόρων
      δοτική τῷ μόρ τοῖς μόροις
    αιτιατική τὸ μόρον τὰ μόρ
     κλητική ! μόρον μόρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μόρω
γεν-δοτ τοῖν  μόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μόρον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μόρον, -ου ουδέτερο