Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μόρον ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μόρον τὰ μόρ
      γενική τοῦ μόρου τῶν μόρων
      δοτική τῷ μόρ τοῖς μόροις
    αιτιατική τὸ μόρον τὰ μόρ
     κλητική ! μόρον μόρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μόρω
γεν-δοτ τοῖν  μόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μόρον, -ου ουδέτερο