πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βατόμουρο τα βατόμουρα
      γενική του βατόμουρου των βατόμουρων
    αιτιατική το βατόμουρο τα βατόμουρα
     κλητική βατόμουρο βατόμουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανώριμα και ώριμα βατόμουρα

Ετυμολογία

επεξεργασία
βατόμουρο < βάτ(ος) + -ό- + μούρο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βατόμουρο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία