πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μύρτιλο τα μύρτιλα
      γενική του μύρτιλου των μύρτιλων
    αιτιατική το μύρτιλο τα μύρτιλα
     κλητική μύρτιλο μύρτιλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μύρτιλλο (Vaccinium myrtillus)
Αμερικάνικα μύρτιλλα, άλλως «μπλούμπερι» (Vaccinium corymbosum)

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μύρτιλο ουδέτερο

  1. (φυτό) φυτό που συναντάται σε εύκρατες περιοχές, σε σχήμα θάμνου με εδώδιμους καρπούς
  2. (φρούτο) ο καρπός αυτού του φυτού

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία