mora
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmora (it)
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mora < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mere (εμποδίζω, επιβραδύνω, καθυστερώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmora (la) θηλυκό
- η καθυστέρηση
- sine mora - χωρίς καθυστέρηση
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mora | morae |
γενική | morae | morārum |
δοτική | morae | morīs |
αιτιατική | moram | morās |
κλητική | mora | morae |
αφαιρετική | morā | morīs |