Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μούρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Σύνθετα
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
μούρο
<
αρχαία ελληνική
μόρον
Μούρα
πάνω στο δέντρο.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μούρο
ουδέτερο
ο
καρπός
της
μουριάς
Συνώνυμα
επεξεργασία
σκάμνο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μούρο
στη
Βικιπαίδεια
Σύνθετα
επεξεργασία
βατόμουρο
συκόμουρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μούρο
αγγλικά
:
mulberry
(en)
γαλλικά
:
mûre
(fr)
γερμανικά
:
Maulbeere
(de)
ισπανικά
:
mora
(es)
ιταλικά
:
mora
(it)
ουγγρικά
:
szeder
(hu)
πολωνικά
:
morwa
(pl)
σερβικά
:
дуд
(sr)
σουηδικά
:
mullbär
(sv)
τουρκικά
:
dut
(tr)
τσεχικά
:
moruše
(cs)
φινλανδικά
:
mulperi
(fi)