Ετυμολογία

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mûre (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mûre mûres

mûre (fr) θηλυκό