βατομουριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βατομουριά | οι | βατομουριές |
γενική | της | βατομουριάς | των | βατομουριών |
αιτιατική | τη | βατομουριά | τις | βατομουριές |
κλητική | βατομουριά | βατομουριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βατομουριά < βατόμουρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
βατομουριά θηλυκό
- (φυτό) φυλλοβόλος αγκαθωτός θάμνος (λατινικό όνομα Rubus ulmifolius) με οδοντωτά φύλλα και μικρά λευκά ή ρόδινα άνθη, που παράγει μικρούς κοκκινόμαυρους εδώδιμους καρπούς, τα βατόμουρα