ὠκυτόκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὠκυτόκος | τὸ ὠκυτόκον | οἱ, αἱ ὠκυτόκοι | τὰ ὠκυτόκα |
Γενική | τοῦ, τῆς ὠκυτόκου | τοῦ ὠκυτόκου | τῶν ὠκυτόκων | τῶν ὠκυτόκων |
Δοτική | τῷ, τῇ ὠκυτόκῳ | τῷ ὠκυτόκῳ | τοῖς, ταῖς ὠκυτόκοις | τοῖς ὠκυτόκοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὠκυτόκον | τὸ ὠκυτόκον | τοὺς, τὰς ὠκυτόκους | τὰ ὠκυτόκα |
Κλητική | ὠκυτόκε | ὠκυτόκον | ὠκυτόκοι | ὠκυτόκα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὠκυτόκω | |||
Γενική-Δοτική | ὠκυτόκοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὠκυτόκος, ος, ον
- που συντελεί στον ταχύ τοκετό
- που γρήγορα (π.χ. ποταμός με τα νερά του) γονιμοποιεί τα εδάφη