ὠκύροος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ὠκῠροο- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὠκύροος > ὠκύρους | τὸ | ὠκύροον > ὠκύρουν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὠκυρόου > ὠκύρου | τοῦ | ὠκυρόου > ὠκύρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὠκυρόῳ > ὠκύρῳ | τῷ | ὠκυρόῳ > ὠκύρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὠκύροον > ὠκύρουν | τὸ | ὠκύροον > ὠκύρουν | ||
κλητική ὦ! | ὠκύροε > ὠκύρους | ὠκύροον > ὠκύρουν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὠκύροοι > ὠκῦροι | τὰ | ὠκύροᾰ > ὠκύροᾰ | ||
γενική | τῶν | ὠκυρόων > ὠκύρων | τῶν | ὠκυρόων > ὠκύρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὠκυρόοις > ὠκύροις | τοῖς | ὠκυρόοις > ὠκύροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὠκυρόους > ὠκύρους | τὰ | ὠκύροᾰ > ὠκύροᾰ | ||
κλητική ὦ! | ὠκύροοι > ὠκύροι | ὠκύροᾰ > ὠκύροᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠκυρόω > ὠκύρω | τὼ | ὠκυρόω > ὠκύρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὠκυρόοιν > ὠκύροιν | τοῖν | ὠκυρόοιν > ὠκύροιν | ||
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνοος' όπως «εὔνοος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ὠκύροος, -oς, -ον (συνηρημένο στην ποίηση: ὠκύρους)
- που κυλάει γοργά (για ποταμό)
- ἐπ᾽ ὠκυρόῳ Ἀκίδοντι μάχοντο
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ὠκύροος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὠκύροος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.