ὠκυπέτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὠκυπέτης αρσενικό και ὠκυπέτεια για θηλυκό
- που πετά, τρέχει γρήγορα
Συγγενικά
επεξεργασία- Ὠκυπέτη: μία από τις Άρπυιες
ὠκυπέτης αρσενικό και ὠκυπέτεια για θηλυκό