Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠκυρόης < ὠκύς + ῥέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὠκυρόης αρσενικό

  • παράλληλος και ποιητικός τύπος του ὠκύροος, για ποταμούς που κυλούν γρήγορα (ίσως επίθετο που δεν γνωρίζουμε άλλους τύπους του)

Συγγενικά

επεξεργασία