ὠκύπτερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὠκύπτερος | τὸ ὠκύπτερον | οἱ, αἱ ὠκύπτεροι | τὰ ὠκύπτερα |
Γενική | τοῦ, τῆς ὠκυπτέρου | τοῦ ὠκυπτέρου | τῶν ὠκυπτέρων | τῶν ὠκυπτέρων |
Δοτική | τῷ, τῇ ὠκυπτέρῳ | τῷ ὠκυπτέρῳ | τοῖς, ταῖς ὠκυπτέροις | τοῖς ὠκυπτέροις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὠκύπτερον | τὸ ὠκύπτερον | τοὺς, τὰς ὠκυπτέρους | τὰ ὠκύπτερα |
Κλητική | ὠκύπτερε | ὠκύπτερον | ὠκύπτεροι | ὠκύπτερα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὠκυπτέρω | |||
Γενική-Δοτική | ὠκυπτέροιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὠκύπτερος, -ος, -ον [ ῠ ]
- γρήγορος στα φτερά
- (μεταφορικά για τα ιστία) γρήγορο πλοίο (με πανιά)
Πηγές
επεξεργασία- ὠκύπτερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὠκύπτερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.