-πτερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -πτερος | η | -πτερη | το | -πτερο |
γενική | του | -πτερου | της | -πτερης | του | -πτερου |
αιτιατική | τον | -πτερο | τη(ν) | -πτερη | το | -πτερο |
κλητική | -πτερε | -πτερη | -πτερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -πτεροι | οι | -πτερες | τα | -πτερα |
γενική | των | -πτερων | των | -πτερων | των | -πτερων |
αιτιατική | τους | -πτερους | τις | -πτερες | τα | -πτερα |
κλητική | -πτεροι | -πτερες | -πτερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -πτερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -πτερος < πτερ(όν) + κατάληξη -ος
- Το ουδέτερο, συχνά ουσιαστικοποιημένο.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pte.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -πτε‐ρος
Επίθημα
επεξεργασία-πτερος, -η, -ο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Όροι που λήγουν σε -πτερος & ως ουδέτερο: Όροι που λήγουν σε -πτερο — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | -πτερος | τὸ | -πτερον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | -πτέρου | τοῦ | -πτέρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | -πτέρῳ | τῷ | -πτέρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | -πτερον | τὸ | -πτερον | ||
κλητική ὦ! | -πτερε | -πτερον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | -πτεροι | τὰ | -πτερᾰ | ||
γενική | τῶν | -πτέρων | τῶν | -πτέρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | -πτέροις | τοῖς | -πτέροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | -πτέρους | τὰ | -πτερᾰ | ||
κλητική ὦ! | -πτεροι | -πτερᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -πτέρω | τὼ | -πτέρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -πτέροιν | τοῖν | -πτέροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθημα
επεξεργασία-πτερος, -ος, -ον
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πτερος στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -πτερος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts