αυτομολία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτομολία < αρχαία ελληνική αὐτομολία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτομολία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτομολία
→ δείτε τη λέξη αυτομόληση |
αυτομολία θηλυκό
→ δείτε τη λέξη αυτομόληση |