καταφεύγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταφεύγω < αρχαία ελληνική καταφεύγω < κατά + φεύγω
Ρήμα
επεξεργασίακαταφεύγω
- βρίσκω καταφύγιο
- επιλέγω να κάνω κάτι αναγκαστικά, αν και δεν μου είναι απόλυτα αρεστό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταφεύγω