Δείτε επίσης: Καταφύγι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταφυγή οι καταφυγές
      γενική της καταφυγής των καταφυγών
    αιτιατική την καταφυγή τις καταφυγές
     κλητική καταφυγή καταφυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταφυγή < αρχαία ελληνική καταφυγή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταφυγή θηλυκό

  1. η αναζήτηση προστασίας, ασφάλειας ή βοήθειας
    η φαντασία μας συχνά λειτουργεί σαν καταφυγή από τα προβλήματα του πραγματικού κόσμου που μας περιβάλουν
  2. κάποιος ή κάτι στο οποίο προστρέχει, καταφεύγει κανείς (για αναζήτηση των παραπάνω)
    η καταφυγή του στον τοπικό βουλευτή δεν είχε το το ευεργετικό για αυτήν αποτέλεσμα που ανέμενε
    → δείτε τη λέξη καταφύγιο

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία