Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσκίρτηση οι αποσκιρτήσεις
      γενική της αποσκίρτησης* των αποσκιρτήσεων
    αιτιατική την αποσκίρτηση τις αποσκιρτήσεις
     κλητική αποσκίρτηση αποσκιρτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσκιρτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσκίρτηση < αποσκιρτώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποσκίρτηση θηλυκό

  1. μεταπήδηση σε άλλο πολιτικό, ιδεολογικό κλπ χώρο
  2. αυτομολία, αυτομόληση
    η αποσκίρτηση στη Δύση δύο Σοβιετικών μυστικών πρακτόρων

  Μεταφράσεις επεξεργασία