schismatique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʃis.ma.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
schismatique | schismatiques |
schismatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
schismatique | schismatiques |
schismatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό