Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυκλάμινο τα κυκλάμινα
      γενική του κυκλάμινου των κυκλάμινων
    αιτιατική το κυκλάμινο τα κυκλάμινα
     κλητική κυκλάμινο κυκλάμινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυκλάμινο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κυκλάμινον (ουδέτερο) < ελληνιστική κοινή κυκλάμινος (αρσενικό ή θηλυκό) < → δείτε  αρχαία ελληνική κύκλος
 
Κυκλάμινα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciˈkla.mi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐κλά‐μι‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυκλάμινο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

ιδιωματικά ή λογοτεχνικά [1]

Υπώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Λέξεις με κυκλαμ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)

  Πηγές επεξεργασία