κυκλάμινο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυκλάμινο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κυκλάμινον (ουδέτερο) < ελληνιστική κοινή κυκλάμινος (αρσενικό ή θηλυκό) < → δείτε αρχαία ελληνική κύκλος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ciˈkla.mi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐κλά‐μι‐νο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυκλάμινο ουδέτερο
- (λουλούδι) ποώδες φυτό του γένους Cyclamen με καρδιοειδή μοβ ή λευκά άνθη
- ※ Κυκλάμινο, κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα,
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσχο και σαλεύεις;- Γιάννης Ρίτσος, «Κουβέντα με ένα λουλούδι», ποιητική συλλογή 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας.
- ※ Κυκλάμινο, κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα,
Άλλες μορφές επεξεργασία
ιδιωματικά ή λογοτεχνικά [1]
Υπώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- κυκλαμινάκι (υποκοριστικό)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυκλάμινο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Λέξεις με κυκλαμ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Πηγές επεξεργασία
- κυκλάμινο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κυκλάμινο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)