Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κυκλάμινον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κυκλάμινος (θηλυκό ή αρσενικό) με μεταπλασμό σε ουδέτερο, όπως τα ονόματα άλλων λουλουδιών[1]

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

κυκλάμινον ουδέτερο

  Αναφορές Επεξεργασία

  Πηγές Επεξεργασία