σαλεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαλεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σαλεύω < σάλ(ος) + -εύω [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /saˈle.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐λεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίασαλεύω, πρτ.: σάλευα, στ.μέλλ.: θα σαλέψω, αόρ.: σάλεψα, μτχ.π.π.: σαλεμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (αμετάβατο)
- κάνω μια, μικρή έστω, κίνηση, μετατοπίζομαι ελαφρά
- → δείτε παράθεμα στο κυκλάμινο
- μεταφορικά, για το μυαλό) τρελαίνομαι
- ⮡ Σαλεύει ο νους του ανθρώπου αντικρίζοντας τέτοια θηριωδία.
- κάνω μια, μικρή έστω, κίνηση, μετατοπίζομαι ελαφρά
- (μεταβατικό, σπάνιο) κινώ, μετακινώ λίγο [2]
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΟι τύποι με μεταβατική σημασία, σπάνιοι.
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαλεύω | σάλευα | θα σαλεύω | να σαλεύω | σαλεύοντας | |
β' ενικ. | σαλεύεις | σάλευες | θα σαλεύεις | να σαλεύεις | σάλευε | |
γ' ενικ. | σαλεύει | σάλευε | θα σαλεύει | να σαλεύει | ||
α' πληθ. | σαλεύουμε | σαλεύαμε | θα σαλεύουμε | να σαλεύουμε | ||
β' πληθ. | σαλεύετε | σαλεύατε | θα σαλεύετε | να σαλεύετε | σαλεύετε | |
γ' πληθ. | σαλεύουν(ε) | σάλευαν σαλεύαν(ε) |
θα σαλεύουν(ε) | να σαλεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σάλεψα | θα σαλέψω | να σαλέψω | σαλέψει | ||
β' ενικ. | σάλεψες | θα σαλέψεις | να σαλέψεις | σάλεψε, σάλευ' | ||
γ' ενικ. | σάλεψε | θα σαλέψει | να σαλέψει | |||
α' πληθ. | σαλέψαμε | θα σαλέψουμε | να σαλέψουμε | |||
β' πληθ. | σαλέψατε | θα σαλέψετε | να σαλέψετε | σαλέψτε, σαλεύτε | ||
γ' πληθ. | σάλεψαν σαλέψαν(ε) |
θα σαλέψουν(ε) | να σαλέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σαλέψει | είχα σαλέψει | θα έχω σαλέψει | να έχω σαλέψει | ||
β' ενικ. | έχεις σαλέψει | είχες σαλέψει | θα έχεις σαλέψει | να έχεις σαλέψει | ||
γ' ενικ. | έχει σαλέψει | είχε σαλέψει | θα έχει σαλέψει | να έχει σαλέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε σαλέψει | είχαμε σαλέψει | θα έχουμε σαλέψει | να έχουμε σαλέψει | ||
β' πληθ. | έχετε σαλέψει | είχατε σαλέψει | θα έχετε σαλέψει | να έχετε σαλέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν σαλέψει | είχαν σαλέψει | θα έχουν σαλέψει | να έχουν σαλέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σαλεμένος - είμαστε, είστε, είναι σαλεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σαλεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σαλεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σαλεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σαλεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σαλεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σαλεμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σαλεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σαλεύω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σαλεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σαλεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.