Ετυμολογία

επεξεργασία
σαλεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σαλεύω < σάλ(ος) + -εύω [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /saˈle.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐λεύ‐ω

σαλεύω, πρτ.: σάλευα, στ.μέλλ.: θα σαλέψω, αόρ.: σάλεψα, μτχ.π.π.: σαλεμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο)
    1. κάνω μια, μικρή έστω, κίνηση, μετατοπίζομαι ελαφρά
      → δείτε παράθεμα στο κυκλάμινο
    2. μεταφορικά, για το μυαλό) τρελαίνομαι
      ⮡  Σαλεύει ο νους του ανθρώπου αντικρίζοντας τέτοια θηριωδία.
  2. (μεταβατικό, σπάνιο) κινώ, μετακινώ λίγο [2]

Συγγενικά

επεξεργασία

Οι τύποι με μεταβατική σημασία, σπάνιοι.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σαλεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σαλεύωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



ζητούμενο λήμμα