σάλεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σάλεμα | τα | σαλέματα |
γενική | του | σαλέματος | των | σαλεμάτων |
αιτιατική | το | σάλεμα | τα | σαλέματα |
κλητική | σάλεμα | σαλέματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σάλεμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σάλεμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σάλεμα
|